- διελαύνω
- (AM διελαύνω) [ελαύνω]1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιπποςαρχ.1. διατρυπώ με λόγχη2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνωβ) εφορμώ, κάνω έφοδο3. υπερβαίνω τα όρια, ξεπερνώ («εἰς ὅσον διελήλακεν ἀσελγείας ὁ Ζεὺς ἐκεῑνος»)4. μετρώ, διαμετρώ («Πυθαγόρας... ταῑς ἀπο δείξεσιν... ταῑς γεωμετρικαῑς διέλασεν»)5. παθ. (αναφ. με πόνους) διαπερνιέμαι, περονιάζομαι6. παθ. (για κλάδους αρτηριών) διακλαδίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.